Δαυιδιάδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δαυιδιάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Δαυιδιάδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαυιδιάδου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Δαυιδιάδης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔαυιδιάδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Δαυιδιάδης