ΔΔ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΔΔ < : Διακυβερνητική Διάσκεψη
Συντομομορφή
επεξεργασίαΔ.Δ. ή ΔΚ.Δ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- διάσκεψη των κυβερνήσεων της ΕΕ με σκοπό την τροποποίηση μιας συνθήκης
Δ.Δ. ή ΔΚ.Δ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο