Γκλέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γκλέζος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκλέζος αρσενικό (θηλυκό Γλέζου)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ ύστερα, ανάβοντας ένα τσιγάρο με την ευχάριστη ντροπαλοσύνη ενός πατρίκιου ανάμεσα σε πληβείους, μας είπε ότι κι αυτός ανήκε στη Νυκλιάνικη οικογένεια των Γκλεζάκων των Γκλέζων
- Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 114.
- ※ ύστερα, ανάβοντας ένα τσιγάρο με την ευχάριστη ντροπαλοσύνη ενός πατρίκιου ανάμεσα σε πληβείους, μας είπε ότι κι αυτός ανήκε στη Νυκλιάνικη οικογένεια των Γκλεζάκων των Γκλέζων