Γκεβορκίδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γκεβορκίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Γκεβορκίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκεβορκίδου θηλυκό' άκλιτο
- (εξαιρετικά σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γκεβορκίδης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓκεβορκίδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Γκεβορκίδης
- εναλλακτικά: Γκεβορκίδη