Ετυμολογία

επεξεργασία
Γκαϊνταρένκο < μεταγραφή για την ουκρανική ή τη ρωσική Гайдаренко (Gajdarénko). Μορφολογικά αναλύεται σε Γκαϊντάρ + -ένκο

  Μεταγραφή

επεξεργασία

Γκαϊνταρένκο αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο