Γκαϊνταρένκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γκαϊνταρένκο < μεταγραφή για την ουκρανική ή τη ρωσική Гайдаренко (Gajdarénko). Μορφολογικά αναλύεται σε Γκαϊντάρ + -ένκο
Μεταγραφή επεξεργασία
Γκαϊνταρένκο αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), σημασιολογικά αντίστοιχο του ελληνικού Βοσκόπουλος