Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γκαίτλιχ < άμεσο δάνειο από τη γερμανική Göttlich [1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γκαίτλιχ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

ως ελληνικό επώνυμο:

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ως ελληνικό επώνυμο, ενδεχομένως από την περίοδο της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα.