Γερμανάκου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γερμανάκου < γενική ενικού του αρσενικού Γερμανάκος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερμανάκου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γερμανάκος
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓερμανάκου αρσενικό
- γενική ενικού του Γερμανάκος