Γαυριελάτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γαυριελάτου < γενική ενικού του αρσενικού Γαυριελάτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓαυριελάτου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓαυριελάτου αρσενικό
- γενική ενικού του Γαυριελάτος