Ετυμολογία

επεξεργασία
ΓΔ <  :
  1. Γενική Διεύθυνση
  2. Γενικός Διευθυντής

  Συντομομορφή

επεξεργασία

Γ.Δ. αρκτικόλεξο

  1. θηλυκό άκλιτο υπηρεσία ενός θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  2. αρσενικό άκλιτο ο προϊστάμενος μιας από τις προηγούμενες υπηρεσίες

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία