ΓΔ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΓΔ < :
- Γενική Διεύθυνση
- Γενικός Διευθυντής
Συντομομορφή
επεξεργασίαΓ.Δ. αρκτικόλεξο
- θηλυκό άκλιτο υπηρεσία ενός θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- αρσενικό άκλιτο ο προϊστάμενος μιας από τις προηγούμενες υπηρεσίες