Βοσκού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βοσκού < γενική ενικού του αρσενικού Βοσκός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βοσκού θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Βοσκού αρσενικό
Δείτε επίσης : βοσκού |
Βοσκού θηλυκό, άκλιτο
Βοσκού αρσενικό