Βεελζεβούλ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βεελζεβούλ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή בעל זבוב (Ba'al Zvuv) < בעל (baʿal: άρχοντας) + זְבוּב (zvuv: μύγα)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒεελζεβούλ αρσενικό άκλιτο
Βεελζεβούλ αρσενικό άκλιτο