Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βανγκέλ < (μεταγραφή) αλβανική Vangjel, ή βουλγαρική Вангел, ή σλαβομακεδονική Вангел

  Μεταγραφή επεξεργασία

Βανγκέλ αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία