Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ατλαντίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀτλαντίς από την αιτιατική σε -ίδα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ατλαντίδα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. μυθικό νησί που αναφέρεται στους διαλόγους του Πλάτωνα «Τίμαιος» και «Κριτίας», το οποίο σύμφωνα με τον μύθο βυθίστηκε στον Ατλαντικό Ωκεανό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία