Ασκληπιγένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ασκληπιγένεια < αρχαία ελληνική Ἀσκληπιγένεια
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσκληπιγένεια θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- νεοπλατωνική φιλόσοφος του 5ου αιώνα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λήμμα Ασκληπιός