Αρχοντάκου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αρχοντάκου < γενική ενικού του αρσενικού Αρχοντάκος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρχοντάκου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αρχοντάκος
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑρχοντάκου αρσενικό
- γενική ενικού του Αρχοντάκος