Αρσακιάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρσακιάν < αρμενική Արշակյան (Aršakyan), πατρωνυμικό. Μορφολογικά αναλύεται σε Αρσάκ + -ιάν.
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρσακιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αρσακυάν (μεταγραμματισμός)