Αρκάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αρκάς < αρχαία ελληνική Ἀρκάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρκάς αρσενικό ή σπανιότερα Αρκάδας
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στην Αρκαδία
Δείτε επίσης : Ἀρκάς, αρκάς |
Αρκάς αρσενικό ή σπανιότερα Αρκάδας