Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Απαμιάν < αρμενική Աբամյան (Abamyan, Αμπαμιάν και Απαμιάν) ή την Ափամյան (Apʿamyan), πατρωνυμικό. Μορφολογικά αναλύεται σε Α(μ)πά + -ιάν.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Απαμιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία