Ανωμερίτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ανωμερίτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Ανωμερίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑνωμερίτου θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ανωμερίτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑνωμερίτου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Ανωμερίτης