Αμστελόδαμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αμστελόδαμο < καθαρεύουσα Ἀμστελόδαμον < λατινική Amstelodamum
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμστελόδαμο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη Ἀμστελόδαμον - το Άμστερνταμ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αμστελόδαμο
|