Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλλάχ < αραβική الله

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλλάχ αρσενικό άκλιτο

  • το όνομα του Θεού για τους Μουσουλμάνους, και για τους αραβόφωνους Χριστιανούς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία