Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλαβερντιγιάν < αρμενική Ալավերդիյան (Alaverdiyan), άλλη μορφή του Αλαβερντιάν

  Μεταγραφή επεξεργασία

Αλαβερντιγιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο