Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ουδέτερο

  • η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που παράγονται εντός μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Συνήθως γράφεται ΑΕΠ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία