Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ουδέτερο

  • η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που παράγονται εντός μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Συνήθως γράφεται ΑΕΠ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία