Αθηαϊνίτου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αθηαϊνίτου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Αθηαϊνίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αθηαϊνίτου θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Αθηαϊνίτης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Αθηαϊνίτου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Αθηαϊνίτης