Αδαμτζιλιάδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αδαμτζιλιάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Αδαμτζιλιάδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑδαμτζιλιάδου θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑδαμτζιλιάδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Αδαμτζιλιάδης