Αβοκάτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αβοκάτου < γενική ενικού του αρσενικού Αβοκάτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑβοκάτου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑβοκάτου αρσενικό
Αβοκάτου θηλυκό άκλιτο
Αβοκάτου αρσενικό