Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΑΣΟ < Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΑΣΟ ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός