Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΑΔΗΣΚ < Αδέσμευτη ΔΗμοκρατική Συνδικαλιστική Κίνηση

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.ΔΗ.Σ.Κ. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο