Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άαλστ < (άμεσο δάνειο) ολλανδική Aalst

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.alst/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ά‐αλστ

  Μεταγραφή επεξεργασία

Άαλστ θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία