Δείτε επίσης: šapka, sapka

  Ετυμολογία

επεξεργασία
şapka < κληρονομημένο από την οθωμανική τουρκική شاپقه‎ (şapka) < ρωσική шапка (šápka, καπέλο, σάπκα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃɑp.kɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: şap‐ka

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

şapka (tr) (πληθυντικός: şapkalar)