Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɕrɔdɛk/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

środek (pl) αρσενικό

  1. το μέσον με τις έννοιες:
    1. το κέντρο, το κεντρικό σημείο
    2. κάποιος ή κάτι που διευκολύνει
  2. το εσωτερικό χώρου

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία