Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
środek
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
Πολωνικά
(pl)
Επεξεργασία
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈɕrɔdɛk
/
Ήχος
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
środek
(pl)
αρσενικό
το
μέσον
με τις έννοιες:
το
κέντρο
, το κεντρικό σημείο
κάποιος ή κάτι που
διευκολύνει
το
εσωτερικό
χώρου
Πολυλεκτικοί όροι
Επεξεργασία
złoty środek
środki produkcji
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
środkowy
środowisko