środki produkcji
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη środek (pl) και produkcja (pl)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
środki produkcji (pl) αρσενικό
→ δείτε τη λέξη środek (pl) και produkcja (pl)
środki produkcji (pl) αρσενικό