Ετυμολογία

επεξεργασία
œuvre d’art → δείτε τις λέξεις œuvre και art

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
œuvre d’art œuvres d’art

œuvre d’art (fr) θηλυκό