œnométrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.nɔ.me.tʁik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
œnométrique | œnométriques |
œnométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
œnométrique | œnométriques |
œnométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό