Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οινομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οινομετρικ
ός
η
οινομετρικ
ή
το
οινομετρικ
ό
γενική
του
οινομετρικ
ού
της
οινομετρικ
ής
του
οινομετρικ
ού
αιτιατική
τον
οινομετρικ
ό
την
οινομετρικ
ή
το
οινομετρικ
ό
κλητική
οινομετρικ
έ
οινομετρικ
ή
οινομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οινομετρικ
οί
οι
οινομετρικ
ές
τα
οινομετρικ
ά
γενική
των
οινομετρικ
ών
των
οινομετρικ
ών
των
οινομετρικ
ών
αιτιατική
τους
οινομετρικ
ούς
τις
οινομετρικ
ές
τα
οινομετρικ
ά
κλητική
οινομετρικ
οί
οινομετρικ
ές
οινομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οινομετρικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
οινομετρικός
σχετικός με την
οινομετρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οινομετρικός
γαλλικά
:
œnométrique
(fr)