évitage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
évitage | évitages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαévitage (fr) αρσενικό
- κίνηση ενός πλοίου για να αποφύγει έναν κίνδυνο
- ο χώρος που χρειάζεται για να γίνει η παραπάνω κίνηση
ενικός | πληθυντικός |
évitage | évitages |
évitage (fr) αρσενικό