ενικός         πληθυντικός  
évitage évitages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

évitage (fr) αρσενικό

  1. κίνηση ενός πλοίου για να αποφύγει έναν κίνδυνο
  2. ο χώρος που χρειάζεται για να γίνει η παραπάνω κίνηση

Συγγενικά

επεξεργασία