évaluable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
évaluable | évaluables |
Επίθετο
επεξεργασίαévaluable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη évaluer
ενικός | πληθυντικός |
évaluable | évaluables |
évaluable (fr) αρσενικό ή θηλυκό