Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.tɔ.ɡʁa.fik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
éthographique éthographiques

éthographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό