équitable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
équitable | équitables |
Επίθετο
επεξεργασίαéquitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δίκαιος, αμερόληπτος
- partage équitable - δίκαιη μοιρασιά
ενικός | πληθυντικός |
équitable | équitables |
équitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό