Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ki.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
équité équités

équité (fr) θηλυκό

  1. το περί δικαίου αίσθημα
  2. η δικαιοσύνη