Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épinard épinards

épinard (fr) αρσενικό

  1. το σπανάκι (το φυτό)
  2. (πληθυντικός) το σπανάκι (τα φύλλα, που τρώγονται)