Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.dɛʁ.mik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épidermique épidermiques

épidermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία