épargnant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épargnant | épargnants |
θηλυκό | épargnante | épargnantes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαépargnant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épargnant | épargnants |
θηλυκό | épargnante | épargnantes |
épargnant (fr)