éolienne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éolienne | éoliennes |
éolienne (fr) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
éolienne | éoliennes |
éolienne (fr) θηλυκό
- αιολική
- l'énergie éolienne - η αιολική ενέργεια