Ετυμολογία

επεξεργασία
électrothérapie < électro- + -thérapie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁɔ.te.ʁa.pi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électrothérapie électrothérapies

électrothérapie (fr) θηλυκό