éjaculation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
éjaculation < éjaculer
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ʒa.ky.la.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éjaculation | éjaculations |
éjaculation (fr) θηλυκό
- η εκσπερμάτωση
- éjaculation précoce - πρόωρη εκσπερμάτωση