ενικός         πληθυντικός  
éjaculateur éjaculateurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

éjaculateur (fr) αρσενικό

  1. ο εκσπερματιστής
    éjaculateur précoce - πρόωρος εκσπερματιστής

Συγγενικά

επεξεργασία