Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
égalable égalables

  Επίθετο επεξεργασία

égalable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να εξισωθεί
     αντώνυμα: inégalable

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη égaler