Ετυμολογία

επεξεργασία
écrivaine, θηλυκό του écrivain

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
écrivaine écrivaines

écrivaine (fr) θηλυκό

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Η λέξη συνηθίζεται στο Κεμπέκ, είναι όμως σπάνια στη Γαλλία, όπου προτιμάται το femme écrivain.

Συγγενικά

επεξεργασία