Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

écritoire < escritorie, «γραφείο μελετών» < μεσαιωνική λατινική scriptorium

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écritoire écritoires

écritoire (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία